hhg5fdh4k3j

Κατανάλωση και διατροφή

Εκτύπωση
Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 09 Απριλίου 2013

 

Η αναφορά στο θέμα αυτό, είναι ιστορική και συνάμα επίκαιρη. Φανερώνει ότι οι άνθρωποι επειδή παλιά ήταν ανεξάρτητοι από την διαφήμηση και την κατανάλωση, ζούσαν λιτά και ανθρώπινα.

Από τις αρχές του 19ου αιώνα, οι οικογένειες στο χωριό μας, εμφανίζονται να είναι πολυμελείς. Σε ορισμένες οικογένειες, γονείς, παιδιά και γέροντες, όλοι μαζί έφθαναν και δώδεκα άτομα. Αυτό διήρκεσε μέχρι και τη δεκαετία του 1930 περίπου, τότε που οι γεννήσεις άρχισαν να μειώνονται.

Ήταν φυσικό να επιβληθεί ένα μέτρο λιτότητας προκειμένου να μπορούν να επιβιώσουν τόσοι πολλοί. Είχε συνηθίσει ο άνθρωπος τη λιτή ζωή και ήταν υποφερτή. Προφανώς δεν συγχέεται η έννοια της λιτότητας με τη σημερινή της μορφή—2012—, η οποία προέκυψε μετά από μια περίοδο «παχιών αγελάδων». Ήταν μια σταθερή κατάσταση που είχαν συνηθίσει και όχι μια βίαιη προσαρμογή.



ρεστεςΤο φαγητό που ετοίμαζαν καθημερινά, δεν περίσσευε γιατί μαγείρευαν μόνο όσο έπρεπε. Αν περίσσευε λίγο για την άλλη μέρα, επειδή δεν υπήρχαν ψυγεία, το φύλαγαν στο φανάρι, όπου μόνο με τον αερισμό κρατιόνταν σε καλή κατάσταση. Αν περίσσευαν λίγα όσπρια από το μεσημεριανό γεύμα, τα έβραζαν πάλι μαζί με λίγο ρύζι και συμπλήρωναν το βραδινό δείπνο. Και αν δεν άρεσε αυτό στα παιδιά, δεν υπήρχε και άλλη εναλλακτική λύση. Αν δεν έτρωγαν θα έμεναν νηστικά.

Ανάλωναν ό,τι ήταν στον καιρό του και διατηρούσαν αποθέματα απ’ ό,τι περίσσευε και μπορούσε να διατηρηθεί (κρασί, λάδι, δημητριακά και όσπρια). Τα φύλαγαν μέσα σε πιθάρια, σε σακιά και σε παγκάρια, μεγάλα ξύλινα κιβώτια. Διατηρούσαν και κρέας όταν προέκυπτε περίσσευμα. Το έκαναν παστό σε πιθάρια ή καπνιστό, καίγοντας φασκομηλιά.

Διατηρούσαν απόθεμα αποξηραμένων φρούτων. Τα σύκα τα έβραζαν και τα στέγνωναν και άλλα τα φούρνιζαν και τα πατούσαν σε πυθάρια. Τοματάκια, κολοκύθια, μελιτζάνες, μπάμιες, φασολάκια, όλα τα περνούσαν σε κλωστή τα ξέραιναν και τα διατηρούσαν για τον Χειμώνα.
Διατηρούσαν ξερά δαμάσκηνα, σταφίδα και άγρια απίδια τα οποία έβαζαν μέσα στο σιτάρι για να ωριμάσουν και να διατηρηθούν. Τα χειμωνιάτικα πεπόνια όπως τα έλεγαν, τα έδεναν με σπάγκο τα κρεμούσαν και τα έτρωγαν μέχρι και τέλος του Γενάρη.

Κατά περιόδους μέσα στο έτος, κυνηγούσαν πτηνά, ψάρευαν ψάρια και μάζευαν πολλά και διάφορα χόρτα, μανιτάρια και σαλιγκάρια. Έτσι, όχι μόνο συμπλήρωναν τη διατροφή τους, αλλά και άλλαζαν τις γεύσεις, προκειμένου να ξεφύγουν από τη μονοτονία των ζυμαρικών και των οσπρίων.φαναρι

Τα μπακάλικα απ’ όπου αγόραζαν ό,τι χρειάζονταν, ήταν μικρά, γύρω στα δέκα τετραγωνικά και με μια ανάλογη αποθήκη. Υπήρχαν όμως αρκετά στο χωριό γιατί ο πληθυσμός του χωριού ήταν πολύ μεγαλύτερος τότε. Αν και μικρά μαγαζιά, είχαν πληθώρα προϊόντων. Δεν έλειπε τίποτα. Διέθεταν πολλά είδη (πάνω από επτά) από παστά ψάρια, είδη καπνού, όσπρια, είδη ραπτικής, χαρτικά, οινοπνευματώδη, τυροκομικά και αντικείμενα για το σπίτι. Συγκεκριμένα τα παστά αλιεύματα ήταν πολύ πιο φθηνά σε σχέση με σήμερα και τα κατανάλωναν πολύ.

Το αγοραστό ψωμί όπως και το σαπούνι, τα έκοβαν με το μαχαίρι, για να μην τα αγοράσουν ολόκληρα. Οι περισσότεροι δεν πλήρωναν, αλλά αγόραζαν αφήνοντας χρέος και αργότερα το εξοφλούσαν. Αφ’ ότου πουλούσαν τα καπνά και εφόσον έπαιρναν τα χρήματα, εξοφλούσαν, εκτός του μπακάλικου και όλους τους άλλους στους οποίους χρωστούσαν, τσαγκάρηδες, ράφτρες, κτιστάδες, αγωγιάτες και όλοι αυτοί με την σειρά τους εξοφλούσαν τα μπακάλικα. Έντονη είναι και η εξόφληση με ανταλλαγή, αντί χρημάτων. Έξι αυγά, τρεις οκάδες κριθάρι, ένα πεντακοσάρικο λάδι κλπ, αντί των όσων αγόραζαν.

Γενικά, η ανταλλαγή ήταν τρόπος προμήθειας αλλά και εξοικονόμησης εισοδήματος. Ό,τι περίσσευε σε μια οικογένεια, το δάνειζε και έπαιρνε αντ’αυτού κάτι άλλο. Για παράδειγμα, σαν γεννούσε η κατσίκα του ενός, δάνειζε στον άλλο όταν έσφαζε το μικρό κατσίκι και σαν θα γεννούσε του άλλου, όταν έσφαζε έδινε να ξεχρεώσει και έτσι μπορούσαν να έχουν κρέας για μεγαλύτερο διάστημα. Το ίδιο συνέβαινε και με την παροχή εργασίας. Θα μου ράψεις κάτι που χρειάζομαι, θα σου οργώσω ένα χωράφι.

Πολλοί το σαπούνι το έφτιαχναν οι ίδιοι. Είχανε κρεοπώλη, αλλά ερχόταν και με τα άλογα από άλλα χωριά και σε πανιά, είχανε τυλιγμένα τα κρέατα. Βέβαια κρέας και φρέσκα ψάρια σπάνια έπαιρνε ο κόσμος. Κυρίως κατανάλωναν ζυμαρικά, τραχανά, μακαρόνια, κορδέλια, όλα σπιτικά που έφτιαχναν οι ίδιοι, καθώς και πολλά όσπρια.

Αν ερχόταν η ώρα για ύπνο και θυμόταν ένα παιδί ότι πεινάει, του έλεγαν ότι είναι κακό να τρώει πριν κοιμηθεί και έτσι εξοικονομούσαν ένα πιάτο. Τις ελιές παρά το ότι ήταν δική τους παραγωγή δεν επέτρεπαν να τις τρώνε δίχως μέτρο. Έλεγαν μια ελιά θα τη φας με τρείς μπουκιές ψωμί, όχι με δύο. Αν ήθελαν να φάνε κάτι γλυκό τα παιδιά, τους ζέσταιναν χαρούπια στα κάρβουνα.


Χαρτί υγείας και χαρτοπετσέτες δεν υπήρχαν. Με φύλα, πέτρες και χώμα γίνονταν η εξυπηρέτηση και με πανιά για πετσέτες. Για φώς τη νύχτα είχαν ένα κερί και μία δύο λάμπες λάμπες πετρελαίου που άναβαν όμως για λίγη ώρα επειδή κοιμόνταν νωρίς. Ραδιόφωνο επίσης δεν είχαν και η ενέργεια για φαγητό, σιδέρωμα, ζέσταμα, προέρχονταν από τα ξύλα.

Αργότερα όταν ανοίχθηκαν δρόμοι και άρχισαν να φτάνουν οχήματα με είδη διατροφής και υπηρεσίες, η κατάσταση βελτιώθηκε αλλά δεν άλλαξε σημαντικά. Προστέθηκαν κάποια νέα προϊόντα, αλλά και αυτά πάλι με πολύ φειδώ γιατί τα χρήματα πάντα ήταν λίγα. Μέχρι και τη δεκαετία του 1970, ο κόσμος ζούσε συνετά και συγκρατημένα στηριζόμενος στη δική του παραγωγή και την αυτάρκεια.

Μέσα στη δεκαετία του 1980, ήρθε η κάτω βόλτα και σιγά-σιγά εγκαταλείφθηκαν όλα αυτά που παρήγαγαν, προς χάριν των έτοιμων προϊόντων και της ευκολίας. Η οικονομική κρίση ήδη έχει αρχίσει να επαναφέρει τους ανθρώπους στη σωστή βάση, όπου πρώτα απ΄όλα πρέπει να παράξουν ότι τους προσφέρει η ξεχασμένη γή μας.

Φωτογραφίες από αντικείμενα του σπιτιού

Άλλα κουζινικά εργαλεία

Friday the 29th. Copyright patrika.gr 2013