hhg5fdh4k3j
Η παράνομη κοπή του καπνού στο χωριό μας.
Από το 1906, που ξεκίνησε στο νησί η καπνοκαλλιέργεια, γινόταν και η κοπή του καπνού με το χαβάνι. Ήταν ένα εργαλείο, από αυλακωτό ξύλο συκιάς και ένα ειδικό μαχαίρι στην άκρη, όπου έκοβαν τα καπνόφυλλα. Τα έβρεχαν να μην θρυμματίζονται και άπλωναν μετά τον κομμένο καπνό σε ένα σεντόνι για να στεγνώσει. Το 1926 απαγορεύουν την κοπή και διακίνηση του καπνού για να συγκεντρώσουν τους διαφυγόντες φόρους.
Μέχρι που σταμάτησε η καλλιέργεια του καπνού την δεκαετία του 1960, επέτρεπαν στους παραγωγούς να καπνίζουν από τα δικά τους καπνά, παραχωρώντας τους λίγα τσιγαρόχαρτα δωρεάν. Όμως ορισμένοι συνέχισαν μέχρι τότε να κόβουν παράνομα και να διακινούν κομμένο καπνό και άλλοι να πουλούν τσιγαρόχαρτα αφορολόγητα.
Την περίοδο της κατοχής, έντεκα χαβάνια δούλευαν παράνομα στο χωριό μας και έκοβαν τα καπνά και από τα γύρω χωριά. Ερχόταν άνθρωποι, συνήθως καπεταναίοι από τον Κάμπο, τον Βροντάδο και από αλλού να πάρουν τον καπνό, δίνοντας αντί αυτού είδη διατροφής (σύκα, ζάχαρη, αλεύρι) που δεν υπήρχαν λόγω της κατοχής και της ανομβρίας και έσωσαν έτσι πολύ κόσμο από το θάνατο λόγω της πείνας.
Η παράνομη κοπή συνεχίστηκε και μετά. Την ημέρα που έγινε αποκλεισμός του χωριού για να συλλάβουν αριστερούς, άλλοι ανησυχούσαν για τους κυνηγημένους που κινδύνευαν και άλλοι μην τυχόν και κάνουν έλεγχο στα σπίτια τους και βρουν τον κομμένο καπνό. Έτσι ο Οδυσσέας Σιδεράκης που είχε αρκετή ποσότητα απλωμένη να στεγνώσει, πήρε το θάρρος και ρώτησε έναν φρουρό πολιτοφύλακα που ήταν έξω από το σπίτι του. «Έχω κομμένο καπνό και φοβάμαι μην έρθουν οι χωροφύλακες και τι να κάνω». Ο φρουρός του απάντησε, να τυλίξει το σεντόνι, να το πετάξει στο κοτέτσι του γείτονα και αν το βρούνε να κάνει πως δεν ξέρει. Έτσι έριξε τον καπνό δίπλα στου Χατζη-Παντελή Πασσάδη. Τελικά δεν έψαξαν εκεί και σαν έληξε ο αποκλεισμός, πήρε πάλι το σεντόνι για να πουλήσει τον καπνό.
Την άλλη μέρα, πήγαν πολλοί αριστεροί στην Καλαμωτή στην χωροφυλακή να ακούσουν τι θα τους έλεγε ο Αστυνόμος. Εκεί ήταν πολλοί Πατρικούσοι και μεταξύ αυτών και ο Κώστας Σιδεράκης της Χήρας που τον συνέλαβαν επειδή βρήκαν στο σπίτι του, ένα μικρό σακί με κομμένο καπνό. Οι νέοι του χωριού, άδραξαν την ευκαιρία, άρπαξαν ο καθένας από λίγο καπνό, τον έκρυψαν στις τσέπες τους και έτσι έμεινε λίγος στο σακί. Σαν ήρθε η ώρα να τον εξετάσουν για τον καπνό, έκριναν ότι για τόση μικρή ποσότητα δεν υπήρχε σοβαρός λόγος και τον άφησαν να φύγει.
Ο Μιχάλης Πασσάδης ο τυφλός, όταν ήθελε να κόψει καπνό, πήγαινε στο σπίτι του Τηλέμαχου πάνω από την εκκλησιά του χωριού, που ήταν τότε ακατοίκητο. Δεν είχε γίνει ακόμη ο σεισμός. Ανέβαινε στο πάνω πάτωμα γιατί ο ήχος του χαβανιού, ήταν χαρακτηριστικός και τον πρόδιδε. Επειδή δεν έβλεπε, έπαιρνε μαζί και τον ανιψιό της γυναίκας του τον Βαγγέλη Μικέδη, να φυλάει σκοπιά. Είχε τον νου του ο Βαγγέλης προς τον Άγιο Αντώνη, από εκεί ανέβαιναν οι χωροφύλακες. Με το που τους έβλεπε, ειδοποιούσε τον Μιχάλη, τα μάζευαν και πήγαιναν να κρύψουν τον καπνό.
Ο πιο δεινός χαβανοκόπτης και λαθρέμπορος ήταν ο Γιώργης Χονδράκης ο Κουβούρνος. Πουλούσε καπνό και τσιγαρόχαρτο αφορολόγητα. Για να μην τον βρίσκουν, πήγαινε στον Προφήτη Ηλία, κλεινόταν στην εκκλησία, έκοβε καπνό και τον άφηνε εκεί απλωμένο να στεγνώσει. Στα γεράματά του όμως τον ανακάλυψαν με κομμένο καπνό και επειδή δεν είχε να πληρώσει το πρόστιμο του είπαν ότι θα γινόταν κατάσχεση την άλλη μέρα στις κατσίκες και στον γάιδαρο του. Πήγε λοιπόν στο χωριό και πούλησε τα ζώα όσο-όσο. Τι είχε να χάσει αφού θα του τα έπαιρναν.
Περίπου το 1960, έκαψαν τα καπνά στο χωριό και σε όλο το νησί. Ήταν μια τακτική για να προωθήσουν την καλλιέργεια σε άλλα μέρη της χώρας. Τα καλύτερα καπνά, θυμούνται οι συγχωριανοί τα είχε εκείνη τη χρονιά, ο Νίκος του Θόδωρου Σιδεράκη και ο Σωκράτης Ζερβούδης που τα καλλιέργησαν μαζί. Δεν τα έκρινε όμως η επιτροπή ως τα καλύτερα και αποφάσισαν να τα κάψουν. Ο Νίκος, όπως τα μετέφερε με το μουλάρι στη Μάτζα όπου τα έκαιγαν, περνούσε κάθε φορά από τα Μάλια και πετούσε μια μπάλα μέσα σε σκίνους. Τη νύχτα, φόρτωσε κρυφά τις μπάλες και τις πήγε στου Γιάννη του Πασσάδη του Μπάκουλη, που τις έκοψε με το χαβάνι του και πούλησαν κατόπιν στην Αθήνα τον καπνό. Καπνά δεν ξαναφύτεψαν πλέον.
Για χρόνια, που και που, έβγαιναν πλέον από μόνες τους οι καπνουλιές και ήταν πρόκληση για μερικούς. Ο Πετρής ο Σιδεράκης, ερχόταν καμιά φορά στο σπίτι το βράδυ να ακούσει τις ειδήσεις. Μας έλεγε, «σωπάτε να ακούσομε τους μαντριάρηδες». Έτσι αποκαλούσε την Ελληνική Ραδιοφωνία για το χαρακτηριστικό σήμα με τα κουδούνια. Συγχρόνως έβγαζε από την τσέπη της ποδιάς του καπνόφυλλα και τα έκοβε με ένα σουγιά στο πόδι της ξύλινης καρέκλας.
Σχετικές φωτογραφίες:
http://www.patrika.gr/index.php/el/vioporismos/2012-11-06-13-36-09