Η Γέννηση, ο Γάμος και ο θάνατος

Εκτύπωση
Τελευταία Ενημέρωση στις Τρίτη, 09 Απριλίου 2013

 

Η μεγάλη θνησιμότητα από τη βρεφική μέχρι και την εφηβική ηλικία, επέβαλε την ανάγκη να φέρουν στον κόσμο πολλά παιδιά. Μπορεί να επιβίωναν όλα, αν έκαναν όμως μόνο δύο παιδιά, όπως γίνεται και σήμερα, ίσως κάποια στιγμή να έχαναν και τα δύο. Έτσι το βάρος που επωμίζονταν η μάνα για «την συνέχιση της ζωής» ήταν μεγάλο. Εργάζονταν μέχρι και το μήνα του τοκετού. Θήλαζε μέχρι και δύο χρόνια αφότου γεννούσε και συγχρόνως έπρεπε να μαγειρεύει, να ζυμώνει, να πλένει, να προσφέρει εργασία στο χωράφι και να φέρει στον κόσμο μέχρι και δέκα παιδιά.

Η γέννηση, είχε πολλούς κινδύνους για τη μάνα και για το βρέφος, τόσο κατά τη στιγμή που το έφερνε στον κόσμο όσο και για τις επόμενες μέρες μέχρι να περάσει μια δοκιμασία και να «δέσουν» και οι δύο σε μια νέα κατάσταση. Κλινικές δεν υπήρχαν όπως σήμερα, ούτε γιατροί. Όλα βασίζονταν στην εμπειρία της μαμής και την προσδοκία της προστασίας των αγίων. Μετά τη γέννηση, ο παπάς πήγαινε τρείς φορές μέσα στις πρώτες σαράντα μέρες να ευλογήσει το βρέφος και τη μάνα, να τις δώσει κρασί να πιεί για να κάνει γάλα. Η βάπτιση γίνονταν μέσα σ’ένα μήνα αφότου γεννιόταν το παιδί. Ήταν μεγάλος ο κίνδυνος να πεθάνει ένα παιδί και να’ναι αβάπτιστο. Όταν έβλεπαν αυτό τον κίνδυνο έκαναν «αεροβάπτισμα». Δίχως παπά, κολυμπήθρα και εκκλησιασμούς, όριζαν ένα νονό, σήκωναν ψηλά το παιδί, το σταύρωναν και έλεγαν το όνομα του.

Στη βάπτιση πήγαιναν οι νονοί, οι κουμπάροι, ήταν απαραίτητο να πάνε οι μαμήδες για να αλλάξουν το παιδάκι, δεν πήγαιναν όμως οι γονείς οι οποίοι περίμεναν στο σπίτι να πάνε τα παιδιά του χωριού να τους φέρουν τη μαντηλιά, την καλή είδηση για το πώς ονόμασαν το μωρό τους και να τα κεράσουν με στραγάλια, αμύγδαλα, καραμέλες ή χρήματα.



Ο γάμος
παλιά προέκυπτε κατόπιν συνεννόησης των γονέων, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η γνώμη των παιδιών που θα έρχονταν σε σύζευξη και αυτό γιατί είχαν σα βασικό στόχο τη διαφύλαξη της περιουσίας μεταξύ των ευκατάστατων. Γι’αυτό απαραίτητη προϋπόθεση ήταν η ύπαρξη προικοσύμφωνου. Οι νέοι, κυρίως οι κόρες παντρεύονταν σε μικρή ηλικία, το δε προικοσύμφωνο μπορεί να γίνονταν όταν η κόρη ήταν ακόμη και δεκατριών χρονών.

Για λίγα χρόνια μετά την αρρώστια που έπληξε το χωριό περίπου το 1720, επειδή ο αριθμός των οικογενειών ήταν μικρός και τα άδεια σπίτια ήταν πολλά, έδιναν για προίκα εκτός όλων των άλλων, τέσσερα σπίτια στο κάθε ζευγάρι, μέχρι που αυξήθηκαν και από το 1770 περίπου έπαιρναν δύο σπίτια για προίκα. Όλα τα υπάρχοντα του σπιτιού, ήταν πολύτιμα και αποτελούσαν αν και παλιά και μεταχειρισμένα τον εξοπλισμό του σπιτιού των νεόνυμφων.

Μετά την απελευθέρωση, αφού γίνονταν η συμφωνία και το προικοσύμφωνο, πήγαινε στο σπίτι ο γαμπρός, όπου ήταν έθιμο να του δίνουν μια μεγάλη μαντήλα για το κεφάλι, ένα κεντημένο μαντήλι για την τσέπη, ένα ζευγάρι κεντητές παντόφλες και μια κεντημένη προστέλα, δηλαδή ποδιά, που τότε φορούσαν όλοι οι άνδρες. Τα πήγαιναν αυτά μετά, η νύφη μαζί με τον γαμπρό, στο σπίτι του. Παραμονές του γάμου, ξεκινούσε μια προετοιμασία και έρχονταν οι συγγενείς να βοηθήσουν. Την Πέμπτη μάζευαν τα ρούχα, σεντόνια, μαξιλάρια, τραπεζομάντιλα, εσώρουχα τα οποία έπλεναν, την Παρασκευή τα σιδέρωναν και το Σαββάτο, πάλι οι συγγενείς, τα πήγαιναν στο σπίτι όπου θα έμεναν οι νεόνυμφοι. Οι λεύτερες μετέφερναν τα ρούχα και το στρώμα έπρεπε να το σηκώσει μια γυναίκα που είχε παιδιά. Οι νιόπαντροι ντύνονταν μαζί στο ίδιο σπίτι και με συνοδεία μουσικών οργάνων πήγαιναν στην εκκλησία. Μετά το γάμο κερνούσαν όλο το χωριό σουμάδα και τηγανίτες.

Στους γάμους, επειδή όλοι στο χωριό ήταν συγγενείς από λίγο ως πολύ, τους καλούσαν όλους με διαλαλητές που γυρνούσαν τις γειτονιές, φωνάζοντας, «κουτάλι πιρούνι και στον γάμο !». Γινόταν γιορτή και την δεύτερη μέρα για τους κοντινούς συγγενείς μόνο και την τρίτη μέρα έκαναν γιορτή για να την απολαύσουν όσοι έκαναν τις εργασίες του γάμου τις δύο προηγούμενες μέρες. Ήταν έθιμο, να κλέβουν τα παιδιά κότες την μέρα του γάμου από τους γονείς των νεόνυμφων και γι΄αυτό τις έκρυβαν μέσα στο σπίτι ή είχαν φύλακα στο κοτέτσι.


Όταν κάποιος ένιωθε ότι πλησίαζε το τέλος της ζωής του, ο θάνατος, καλούσε τον Νοτάρο για να γράψει κάποια χωράφια που κρατούσαν όλοι για να περνούν την ώρα τους στα γεράματα, τα γεροβόσκια. Κάποια από αυτά τα χωράφια τα άφηναν στην χωριοεκκλησιά για να τα έξοδα της ταφής και της εκταφής τους. Επειδή όμως κάποιοι πέθαιναν χωρίς να φροντίσουν να αφήσουν χωράφι για τα έξοδα της εκκλησίας, θεσπίσθηκαν νόμοι από πολύ παλιά, που υποχρέωναν τους κληρονόμους να καταβάλουν προηγουμένως τα έξοδα προκειμένου να θάψουν το νεκρό.

Όταν πλησίαζε το τέλος, ο παπάς πήγαινε στο σπίτι να διαβάσει την ευχή και να τον κοινωνήσει. Μόλις πέθαινε άρχιζαν αμέσως τις προετοιμασίες. Να τον πλύνουν να τον ντύσουν με ότι καλύτερο και να ζυμώσουν πολύ ψωμί το οποίο μοίραζαν πριν την κηδεία σε όλο το χωριό μαζί με ελιές. Το κέρασμα αυτό το έλεγαν Μακαρία.

Την άλλη μέρα ξεκινούσε η πομπή στην οποία, όταν έφθαναν στο κοιμητήριο, δεν επέτρεπαν να παρευρίσκονται οι γυναίκες. Μετά την ταφή πήγαινα εκεί οι γυναίκες να ρίξουν εκεί λίγο ευλογημένο σιτάρι και να σπάσουν ένα πιάτο ή φλιτζάνι για να σταματήσει εκεί το κακό, συνήθεια που έρχεται από την αρχαιότητα. Την άλλη μέρα ήταν υποχρεωτικό να καούν τα ρούχα και τα σεντόνια του νεκρού, προκειμένου να αποφύγουν τον κίνδυνο μετάδοσης κάποιας αρρώστιας που δεν ήταν σε θέση τότε να γνωρίζουν αν έφερε ο νεκρός.

Ακολουθούσαν κόλλυβα που έφτιαχναν σε τρείς, σε εννιά σε σαράντα ημέρες και μετά σ΄ένα χρόνο. Τα πρώτα που έκαναν σε τρείς μέρες μετά τον θάνατο, δεν τα έτρωγαν αλλά έπρεπε να τα ρίξουν για να τα φάνε τα πουλιά.

Τα παλαιότερα νυφικά

Σκηνές από γάμους